Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

έχω κακό

  • 1 come to a sticky end

    (to have an unpleasant fate or death.) έχω κακό τέλος

    English-Greek dictionary > come to a sticky end

  • 2 глаз

    -а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. глаза, глаз, -ам а.
    1. μάτι, όμμα, οφθαλμός. || ματιά, βλέμμα.
    2. όραση•

    он лишился глаз αυτός έχασε τα μάτια (την όραση, το φως).

    || μτφ. επίβλεψη•

    у семи нянек дидя без -у οι πολλές μαμές βγάζουν στραβό το παιδί ή οι πολλοί καραβοκυραίοι πνίγουν γρήγορα το καοάβι ή (αρχ. παροιμία) πολλοί στρατηγοί Καρίαν απώλεσαν.

    3. μάτιασμα, μάτι.
    εκφρ.
    в -ах чьих – α) στα μάτια (γνώμη, κρίση) του ή των. β) παλ. επί παρουσία•
    на -ах – επί παρουσία, με την παρουσία (κάποιου)•
    с безумных глаз – (απλ.) σε κατάσταση παραλογισμού•
    с пьяных глаз – (απλ.) σε κατάσταση μέθης•
    с какими -ами появиться ή показаться – με τι πρόσωπο (ή μούτρα) να εμφανιστώ (ή να βγώ, να παρουσιαστώ)•
    -а бы (мой) не смотрели ή не глядели; -а б (мой) не видали – να μην έβλεπαν τα μάτια μου (για μεγάλη απέχθεια)•
    - а горят на что – καίγομαι από τον πόθο, επιθυμώ πάρα πολύ•
    - а на лоб лезут – (απλ.) τα μάτια γουρλώνουν από θαυμασμό•
    смотреть большими глазами – γουρλώνω τα μάτια, βλέπω με θαυμασμό•
    смотреть ή глядеть в -а – κοιτάζω στα μάτια, κατάματα (προσπαθώ να εξιχνιάσω, να μαντέψω)•
    смотреть – ή,глядеть во все -а έχω τα μάτια μου τέσσειρα (άγρυπνα παρακολουθώ)’ смотреть ή глядеть прямо (ή смело) в -а κοιτάζω, Βλέπω κατάματα (άφοβα)•
    смотреть ή глядеть на что чьими -ами – βλέπω με ξένα μάτια (δεν έχω δική μου γνώμη)•
    в -а не видать – να μην ιδώ στα μάτια μου•
    в -а сказать ή назватьκ.τ.τ. λέγω κατά πρόσωπο, κατάμουτρα•
    в -ах ή перед -ами стоять – στο νου μου, μπροστά μου το εχω, μου έρχεται στη σκέψη•
    острый глаз – οξεία όραση•! дурной глаз κακό μάτι (βάσκανο)•
    куда не кинь -ом – όπου και να ρίξεις (να στρέψεις) το μάτι•
    на -а показывается ή попадает(ся)κ.τ.τ. εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου•
    настолько хватает глаз ή куда достает глаз – όσο φτάνει ή κόβει το μάτι•
    ни в одном -у -е – καθόλου δεν είναι μεθυσμένος•
    с глаз долой (уйти, убрать(ся) – συνήθως με προστκ. έξω, φύγε απ’ εδώ, να μη σε δουν τα μάτια μου•
    с -у на глаз – ένας μ' έναν, τετ α τετ•
    между глаз – απαρατήρητα•
    закрывать -а – κλείνω τα μάτια (κάνω,προσποιούμαι πως δε βλέπω)•
    закрыть -а – κλείνω τα μάτια (πεθαίνω)•
    закрыть -а кому-то – α) κλείνω τα μάτια του πεθαμένου, β) παρευρίσκομαι στο θάνατο συγγενούς•
    отктрыть, открывать -а кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (διαφωτίζω)•
    на -ах – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•
    в -а – φάτσα, απέναντι, εν όψει•
    за -а – α) εν απουσία, ερήμην, β) χωρίς να ιδώ•
    купить что-л. за -а – αγοράζω γουρούνι στο σακκί•
    - а не казать – να μην εμφανιστεί μπροστά μου•
    идти куда глаза глядят – ενεργώ απερίσκεπτα, ριψοκινδυνεύω•
    лгать в -а – ψεύδομαι κατάφορα•
    очки не по -ом – τα ματογυάλια δεν κάνουν, δεν αντιστοιχούν στην όραση•
    не пу-скй’ть с глаз с кого-л, с чего-л. – δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάποιον, από κάτι (θέλγομαι)•
    у страха -а великиπαρμ. ο φόβος μεγαλώνει το κακό•
    с глаз долой из сердца вон – μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται.

    Большой русско-греческий словарь > глаз

  • 3 горе

    ουδ.
    1. στενοχώρια, πίκρα, φαρμάκι• λύπη, θλίψη•

    с -я από στενοχώρια.

    2. δυστυχία, κακοτυχία, ατυχία, κακό•

    нас постигло большое горе μας βρήκε μεγάλο κακό.

    εκφρ.
    с -ем пополам – κουτσά-στραβά, με δυσκολία, μετά βασάνων, κούτσα-κούτσα•
    и -я мало – λίγη είναι η στενοχώρια μου, στενοχώρια που έχω (αδιαφορώ)•
    помочь, пособить -ю – βοηθώ στη δυστυχία•
    хлебнуть, хватить -я – πίνω πολλά φαρμάκια, περνώ πολλές στενοχώριες•
    - мне с тобой – με ποτίζεις φαρμάκια, με καταστενοχωρείς.
    επίρ. παλ.
    άνω, προς τον ουρανό•

    возвести очи горе κοιτάζω προς τον ουρανό•

    воздеть руки горе υψώνω τα χέρια προς τον ουρανό.

    Большой русско-греческий словарь > горе

  • 4 беда

    бед||а́
    ж ἡ δυστυχία, τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα, ἡ συμφορά:
    \беда в том, что...то κακό εἶναι ὀτι...; наделать бед τά κάνω μούσκεμα, τά κάνω ρόϊδο; попасть в \бедау παθαίνω συμφορά; ◊ не \беда δέν χάλασε ὁ κόσμος, δέν εἶναι τρομερό; на \бедау́ κατά κακή τύχη; мне с ним \беда ἔχω βρεί τό μπελά μου μαζύ του.

    Русско-новогреческий словарь > беда

  • 5 вкус

    вкус
    м
    1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:
    приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·
    2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:
    плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·
    3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:
    \вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·
    4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:
    это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > вкус

  • 6 замышлять

    замышл||я́ть
    несов σχεδιάζω, βάζωστό νου, βάζω στό μυαλό:
    \замышлять недоброе ἔχω (или βάζω) κακό σκοπό· что вы \замышлятьяете? τί σχεδιάζετε;, τί μαγειρεύετε;

    Русско-новогреческий словарь > замышлять

  • 7 относиться

    относиться
    несов ί. (κ кому-л., κ чему-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, δείχνω, δέχομαι, βλέπω:
    \относиться с полным доверием δείχνω πλήρη ἐμπιστοσύνη· \относиться с подозрением βλέπω μέ ὑποψία· \относиться хорошо́ (плохо) к кому-л. συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά (άσχημα) κάποιου· \относиться хорошо (плохо) к чему́-л. βλέπω κάτι μέ καλό (μέ κακό) μάτι· \относиться равнодушно, безразлично εἶμαι ἀδιάφορος, δείχνω ἀδιαφορία, ἀδιαφορώ· \относиться с уважением δείχνω σέβας, σέβομαί как вы к этому относитесь? πως τό βλέπετε ἐσεϊς αὐτό;·
    2. (иметь отношение) ἀφορώ, ὑπάγομαι ἔχω σχέσιν, ἀναφέρομαι:
    э́то ко мне не относится αὐτό δέν μέ ἀφορᾶ· э́то к делу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    3. мат σχετίζομαι προς.

    Русско-новогреческий словарь > относиться

  • 8 приметца

    приметца
    ж
    1. τό σημάδι, τό σημείο(ν), ἡ ἔνδειξη [-ις]; особые \приметцаы τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά·
    2. (у суеверных людей) ὁ οίωνός, τό σημάδι:
    дурная \приметца ἡ κακο-σημαδιά, ὁ κακός οίωνός· ◊ иметь кого-л. на \приметцае разг προσέχω, παρακολουθώ κάποιον иметь что́-л. на \приметцае ἔχω κάτι ὑπ' ὅψη.

    Русско-новогреческий словарь > приметца

  • 9 слух

    слух
    м
    1. ἡ ἀκοή/ τό αὐτί (музыкальный):
    острый \слух ἡ ὀξεϊα ἀκοή· хороший \слух τό καλό (μουσικό) αὐτί· плохой \слух τό κακό (μουσικό) αὐτί· играть по \слуху παίζω χωρίς νότες, παίζω μέ τ' αὐτί· резать \слух χτυπάω στ' αὐτιά, σπάω τ' αὐτιά, ἐρεθίζω τήν ἀκοή·
    2. (молва) ἡ φήμη, ἡ διάδοση[-ις]:
    по \слухам ὅπως διαδίδεται, ἀπ' ὅτι ἀκούγεται· я его́ знаю лишь по \слухам ἀκουστά τόν ἔχω, τόν γνωρίζω μόνο ἐκ φήμης· ходят \слухи, что... κυκλοφορεί ἡ φήμη, ὅτι..., φημολογείται, ὅτι..., διαδίδεται ὅτι...· ◊ он весь обратился в \слух τέντωσε τ' αὐτιά του, Εγινε ὅλος αὐτιά· -о нем ни \слуху ни духу γι ' αὐτόν ὁδτε φωνή ὁὔτε ἀκρόαση.

    Русско-новогреческий словарь > слух

  • 10 влечь

    влягу, вляжешь, влягут, παρλθ. χρ. влег, влегла, -ло, ρ.σ.
    ξαπλώνω ανάμεσα, εισχωρώ, μπαίνω μέσα.
    влеку, влечешь, влекут, παρλθ. χρ. влек, влекла, -ло, παθ. μτχ. ενεστ. влекомый, βρ: -ом, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. τραβώ, έλκω, ελκύω, σέρνω, σύρω•

    усталая лошадь еле влекла повозку το κουρασμένο άλογο μόλις μπορούσε και τραβούσε το κάρο.

    2. μτφ. θέλγω•

    она влекла его к себе, как магнит αυτή τον τραβούσε σα μαγνήτης.

    влечь за собой συνεπάγομαι, έχω σα συνέπεια, συνεπιφέρω, φέρω•

    преступление -чет за собой наказание το έγκλημα συνεπάγεται τιμωρία•

    одно несчастье -чет за собой другое το ένα κακό φέρνει το άλλο.

    1. τραβιέμαι, έλκομαι, ελκύομαι, σύρομαι•

    телега -чется волами το κάρο το τραβούν τα βόδια.

    || αργοβαδίζω, σέρνομαι. || (γιαχρόνο) παρέρχομαι, περνώ αργά, αργοδιαβαίνω.
    2. μτφ. θέλγομαι, προσελκύομαι•

    ее сердце -клось к нему η καρδιά της αιχμαλωτίστηκε απ’ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > влечь

  • 11 дрожать

    -жу, -жишь, ρ.δ.
    1. τρέμω, ριγώ•

    -всем телом τρέμω σύγκορμος•

    дрожать от холода τρέμω από το κρύο.

    || τρεμοσβήνω, υποτρέμω, τρεμοφέγγω•

    звезда -ла το αστέρι τρεμόσβηνε.

    || (για φωνή, ήχο) τρέμω, τρεμουλιάζω. || έχω σπασμούς, σφαδάζω. || δονούμαι, πάλλομαι.
    2. φοβούμαι, τρομάζω. || με πιάνει φόβος για κάποιον•

    мать -ит за своих детей η μάνα τρέμει για τα παιδιά της•

    он -ит за свою жизнь αυτός τρέμει για τη ζωή του (φοβάται μήπως πεθάνει).

    || προφυλάγω πολύ•

    дрожать над детьми τρέμω μην πάθουν, κακό τα παιδιά.

    || τσιγγουνεύομαι πολύ•

    дрожать над каждой копейкой τρέμω για το κάθε καπίκι.

    Большой русско-греческий словарь > дрожать

  • 12 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

См. также в других словарях:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • κακελπιστώ — κακελπιστῶ, έω (Α) έχω κακό προαίσθημα, περιμένω κάτι κακό να συμβεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ελπιστῶ (< ελπιστος < ἐλπίζω), πρβλ. δυσ ελπιστώ, ευ ελπιστώ] …   Dictionary of Greek

  • συμφθείρω — Α [φθείρω / ομαι] 1. καταστρέφω συγχρόνως ή μαζί με άλλον («τὸ πῡρ δαπανῆσαν τὴν ὕλην και ἑαυτὸ συμφθείρει», Ευρ.) 2. παθ. συμφθείρομαι α) έχω κακό συναπάντημα β) βρίσκομαι μαζί με κάποιον για κακό και τών δύο μας γ) (για χρώματα) αναμιγνύομαι… …   Dictionary of Greek

  • κακοφρονώ — κακοφρονῶ, έω (AM) [κακόφρων] μέσ. περιφρονώ, καταφρονώ αρχ.) 1. είμαι κακόφρων, δυσμενής, έχω κακό φρόνημα, έχω κακές διαθέσεις («καὶ τίς σε κακοφρονῶν τίθησι δαίμων», Αισχύλ.) 2. είμαι ανόητος, άφρων, άμυαλος …   Dictionary of Greek

  • κακογράφω — και κακογραφώ (Μ κακογραφῶ, έω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κακογραμμένος, η, ο(ν) κακότυχος, άτυχος, κακορίζικος, κακόμοιρος («τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες», Πολίτ.) νεοελλ. 1. γράφω δυσανάγνωστα ή ακαλαίσθητα, έχω κακό… …   Dictionary of Greek

  • κακοδοξώ — (AM κακοδοξῶ, έω) [κακόδοξος] ακολουθώ σφαλερές θρησκευτικές δοξασίες αρχ. έχω κακό όνομα, είμαι κακόφημος …   Dictionary of Greek

  • κακωνυμούμαι — κακωνυμοῡμαι, έομαι (Μ) [κακώνυμος] έχω κακό όνομα, κακή φήμη …   Dictionary of Greek

  • κακογράφω — κακόγραψα, κακογραμμένος, έχω κακό γραφικό χαρακτήρα, γράφω δυσανάγνωστα: Το κείμενο αυτό είναι κακογραμμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοψυχώ — και κακοψυχάω κακοψύχησα, έχω κακό ξεψύχισμα: Κακοψύχησε στα τελευταία του ο καημένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοπεθαίνω — έχω άσχημο θάνατο, πεθαίνω με κακό, οδυνηρό θάνατο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»